- ἐπικαλύπτοντας
- ἐπικαλύπτωcover overpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναχρίω — ἀναχρίω (AM) μσν. επικαλύπτοντας με ασβέστη φράζω άνοιγμα ή οπή αρχ. επαλείφω, αλείφω συνεχώς … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
θωρακίζω — θωράκισα, θωρακίστηκα, θωρακισμένος 1. κάνω κάτι στερεό επικαλύπτοντάς το με σιδερένιες πλάκες: Θωρακισμένο αυτοκίνητο. – Θωρακισμένα άρματα μάχης. 2. μτφ., οπλίζω, ενισχύω: Θωρακίζω το δημοκρατικό πολίτευμα. – Θωρακίστηκα με υπομονή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)